- πρόσχωμα
- το, -ατοςτο αποτέλεσμα του προσχώνω, μαζεμένο χώμα, ανάχωμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πρόσχωμα — alluvial deposit neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόσχωμα — το, ΝΑ [προσχώνυμι] χώμα ή λάσπη που συσσωρεύθηκε από πρόσχωση («Νείλου πρὸς αὐτῷ στόματι καὶ προσχώματι», Αισχύλ.) νεοελλ. γη κοντά σε ακτή η οποία σχηματίστηκε από την ιλύ ποταμού, πρόσχυση, προσχωματική έκταση αρχ. συσσώρευση χώματος για… … Dictionary of Greek
προσχώμασιν — πρόσχωμα alluvial deposit neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσχώματα — πρόσχωμα alluvial deposit neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσχώματι — πρόσχωμα alluvial deposit neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσχώματος — πρόσχωμα alluvial deposit neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσχωματικός — ή, ό, Ν 1. ο σχετικός με το πρόσχωμα («προσχωματικά έργα») 2. αυτός που σχηματίστηκε με προσχώματα («προσχωματικά εδάφη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσχωμα, ατος. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στον Αν. Κορδέλλα] … Dictionary of Greek
προσχωματικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρόσχωμα, ο σχηματισμένος με το πρόσχωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ελούβιο — Γεωλογικός σχηματισμός από κομμάτια πετρωμάτων, που κατά την αποσάθρωση των μητρικών πετρωμάτων παρέμειναν στην ίδια θέση ή κύλησαν πάνω σε πλαγιές σε μικρή απόσταση, σε αντίθεση με το αλλούβιο, τα κομμάτια του οποίου μεταφέρθηκαν σε μεγαλύτερες… … Dictionary of Greek
ՀՈՂԱԲԼՈՒՐ — (բլրոյ, ոց.) NBH 2 0116 Chronological Sequence: Early classical, 10c, 12c, 13c գ. χῶμα, πρόσχωμα agger, tumulus. Բլուր հողոյ. հող կուտեալ իբրեւ զբլուր, թումբ. եւ Աւերակ. ... *Եդիր զքաղաքս ʼի հողաբլուրս. Ես. ՟Ի՟Ե. 2: *Զտաճար պաշտաման նոցա… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)